//
Πολιτική

Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά μετά τις εκλογές συνεχίζει να ψάχνεται ΚΟΜΜΑ ‘Η ΚΙΝΗΜΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Οκτώβριος 2007, Φύλλο 105

Τα τέσσερα ψηφοδέλτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΜΕΡΑ, ΕΝΑΝΤΙΑ, ΚΚΕ μ-λ, Μ-Λ ΚΚΕ) έλαβαν αθροιστικά σχεδόν 48000 ψήφους που αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,7%. Σε σχέση με το 2004 όπου ο ίδιος χώρος είχε λάβει 36000 (0,5%) σίγουρα έχει γίνει μια πρόοδος.
Όμως αν συγκρίνουμε με τις ευρωεκλογές του 2004 θα δούμε ότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική άνοδος. Τότε το άθροισμα ήταν στις 46000 (0,76%) και μάλιστα χωρίς το ΚΚΕ(μ-λ) που απέχει από τις ευρωεκλογές. Επίσης σε σχέση με τις περσινές νομαρχιακές όπου τα ψηφοδέλτια που υποστηρίχτηκαν σε 7 μόλις νομαρχίες από την εξωκοινοβουλευτική έλαβαν 67000 ψήφους (1,02% πανελλαδικά) υπάρχει πτώση. Αν τελικά θεωρήσουμε ότι αυτή τη φορά η ψήφος ρίχτηκε με κριτήρια ευρωεκλογών τότε μάλλον θα λέγαμε ότι ο χώρος αυτός βρίσκεται σε στασιμότητα. Βεβαίως αν συγκρίνουμε με παλαιότερες (2000, 1996) εκλογικές αναμετρήσεις τότε θα δούμε ότι έχουμε έναν υπερδιπλασιασμό της εκλογικής επιρροής της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όμως αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι πλέον εμπλέκονται με το εγχείρημα μιας κεντρικής εκλογικής καταγραφής πολύ περισσότερες δυνάμεις, που στο παρελθόν είτε αδιαφορούσαν, είτε έδιναν κριτική υποστήριξη στους σχηματισμούς της παραδοσιακής αριστεράς ή ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ. Με αυτή την έννοια είναι πιο χρήσιμη η σύγκριση με τις εκλογικές διαδικασίες του 2004 παρά με τις παλαιότερες για να βγάλουμε γενικότερα συμπεράσματα.

Ιδεολογική καταγραφή
Ένα ενδιαφέρον ζήτημα που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι οι 12000 επιπλέον ψήφοι της εξωκοινοβουλευτικής κατευθύνθηκαν βασικά προς τα δύο ΜΛ. Απεναντίας οι «ενωτικοί» πόλοι (ΜΕΡΑ και ΕΝΑΝΤΙΑ) που έκαναν και τον μεγαλύτερο ντόρο και παρά την υπερπροσπάθεια και τις αυξημένες προσδοκίες που καλλιέργησαν, ιδιαίτερα η ΕΝΑΝΤΙΑ, είχαν εντελώς πενιχρά αποτελέσματα. Η άνοδος των ΜΛ ψηφοδελτίων σε καμία περίπτωση δεν αντανακλά μια πραγματική αύξηση της δύναμης των δύο οργανώσεων. Ούτε σε οργανωτικό ούτε σε κινηματικό επίπεδο έχουν να παρουσιάσουν κάτι εντυπωσιακό πέρα από μια ομολογουμένως σταθερή και κοπιαστική δουλειά. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε να οφείλεται σε μια ιδεολογική ανάκαμψη του Μ-Λ ρεύματος. Τότε τι συνέβη;
Κατά τη γνώμη μας τα κριτήρια για να ρίξει κανείς στην κάλπη ένα οποιοδήποτε ακροαριστερό ψηφοδέλτιο είναι κατά κύριο λόγο ιδεολογικά με την έννοια ότι μια τέτοια ψήφος δεν έχει καμία τρέχουσα πολιτική χρησιμότητα, τέτοια που έχουν οπωσδήποτε τα αριστερά ψηφοδέλτια που θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το όριο του 3%. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι αυτές οι οργανώσεις θα μπορούσαν να προσμένουν, -με δεδομένο το φράγμα του 3%- κάτι περισσότερο από τη στενή τους επιρροή, αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν ζήταγαν μια καθαρά ιδεολογική ψήφο ή έστω αν το στίγμα που έδιναν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό η υπεροχή των ΜΛ σε σχέση με τους πόλους ήταν συντριπτική. Αρκετός κόσμος ψήφισε το ακροαριστερό σφυροδρέπανο αδιαφορώντας για άλλες λεπτομέρειες, και χωρίς φυσικά να επιδιώκει μια επιπλέον σύνδεση με τις συγκεκριμένες οργανώσεις.
Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε από τους πόλους, οι οποίοι περισσότερο πόνταραν στη συγκυρία, δηλαδή σε μια χρήσιμη πολιτική ψήφο στην άκρα αριστερά, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να εκφράσουν τους πρόσφατους αγώνες στην εκπαίδευση (απεργία δασκάλων, φοιτητικές καταλήψεις) στους οποίους άλλωστε πρωταγωνίστησαν. Όπως επίσης πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να εκφράσουν σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και μια σειρά άλλες συνδικαλιστικές ή τοπικές πρωτοβουλίες (εργατικές συσπειρώσεις, κινήσεις γειτονιάς). Δεν θα μιλήσουμε εδώ για ορισμένες απογειωμένες απόψεις που μίλαγαν για αντικαπιταλιστές βουλευτές και για 3%, γιατί αφενός δεν μας απασχολεί μια αντιπαράθεση με νηπιαγωγεία, αφετέρου στεναχωριόμαστε μόνο που τα ακούμε όλα τούτα. Όπως και να χει το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε καμία από αυτές τις προσδοκίες πάνω στις οποίες επένδυσαν τόσο το ΜΕΡΑ όσο και η ΕΝΑΝΤΙΑ. Στην πραγματικότητα τα δύο αυτά σχήματα είχαν να ανταγωνιστούν στο ίδιο έδαφος το ΣΥΡΙΖΑ που εξίσου πόνταρε στις ίδιες προσδοκίες, μιας μεγάλης αγωνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς που θα τους χωράει όλους. Αν κανείς έβλεπε τα σποτάκια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ δύσκολα θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά. Φοιτητές, αγώνες, μετανάστες, συγκρούσεις, ριζοσπαστισμός, κινηματισμός. Ήταν επόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει κατά κράτος σε ένα ακροατήριο που απευθύνονταν τρία ψηφοδέλτια. Και αυτό δεν συνέβη μονάχα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτσι κι αλλιώς μια ισχυρή δύναμη, αλλά και γιατί στο εσωτερικό του πλέον συσπειρώνει δυνάμεις που έχουν οργανική σχέση με τον πολιτικοιδεολογικό χώρο ιδιαίτερα της ΕΝΑΝΤΙΑ. Η ψήφος που έπεσε με κριτήριο την ενότητα και το κίνημα, πήγε μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Και μιλάμε για την ψήφο ανθρώπων που αυτοτοποθετούνται περισσότερο προς την άκρα αριστερά παρά προς τον Συνασπισμό.

Ιδεολογικός οπορτουνισμός…
Το ΜΕΡΑ προσπάθησε για λόγους που εξυπηρετούσαν περισσότερο τον ανταγωνισμό με το ΕΝΑΝΤΙΑ και ιδιαίτερα με το ΣΕΚ, να ιδεολογικοποιήσει την εκλογική του καμπάνια. Όσο και αν το ΣΕΚ έδινε εγγυήσεις ότι δεν θα επαναλάβει το «αμαρτωλό» παρελθόν του, τόσο οι δυνάμεις του ΜΕΡΑ σκλήρυναν προεκλογικά τη στάση τους. Στις διάφορες «αντικαπιταλιστικές» συνελεύσεις και στις προεκλογικές ζυμώσεις αναπτύχθηκε μια απίστευτη φλυαρία γύρω από το πρόγραμμα, προσπαθώντας βασικά οι δυνάμεις του ΜΕΡΑ να αποδείξουν ότι οι της ΕΝΑΝΤΙΑ κινούνται σε οπορτουνιστική κατεύθυνση. Τελικά η εμμονή του ΜΕΡΑ στην «εργατική εξουσία και την κομμουνιστική προοπτική» δεν άφησε ασυγκίνητη την ΕΝΑΝΤΙΑ που στην διακήρυξή της συμπεριέλαβε τις ανησυχίες του ΜΕΡΑ.
Όμως ξεχνάνε και οι δύο ότι ένα πρόγραμμα της τελευταίας στιγμής δεν μπορεί να αλλάξει την εικόνα που έτσι κι αλλιώς έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο έστω και ενός κομματιού της κοινωνίας.
Το ΜΕΡΑ εδώ και 17 χρόνια επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία με τη μόνη διαφορά ότι ξεκίνησε το 90 ως Λαϊκή Αντιπολίτευση για να γίνει στη συνέχεια Μαχόμενη Αριστερά και να καταλήξει ΜΕΡΑ. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας είναι μια ατέρμονη απεραντολογία γύρω από την ενότητα της κοινωνικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι ίδιοι άνθρωποι επί δύο δεκαετίες επαναλαμβάνουν την ίδια συζήτηση με εντελώς απογοητευτικά αποτελέσματα. Το 90 η προσπάθεια ξεκίνησε με 14365 ψήφους (0,2%) για να καταλήξει το 2007 στις 11822 (0,17%). Όλο αυτό το διάστημα η βασική συνιστώσα του ΜΕΡΑ, το ΝΑΡ επιδιώκει μια ενότητα χωρίς ιδεολογικές αρχές, στο όνομα του τέλους των ιστορικών ιδεολογικών ρευμάτων, και επομένως της αναζήτησης μιας νέας ιδεολογικής ταυτότητας για το χώρο της αντικαθεστωτικής αριστεράς. Μια αναζήτηση που το ΝΑΡ επιδιώκει με συνοπτικές διαδικασίες, αναθεματίζοντας το παρελθόν, χωρίς όμως να μπορεί έστω και από μόνο του να διαμορφώσει αυτό το «καινούργιο». Και ενώ λοιπόν δεν διαθέτει καμία απάντηση, την ίδια στιγμή απαιτεί να παίζει και ηγεμονικό ρόλο σε κάθε διαδικασία στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ο εκνευρισμός του ΝΑΡ με την ΕΝΑΝΤΙΑ δεν προέρχεται φυσικά από κάποιες προγραμματικές διαφορές, γιατί όσο οπορτουνισμό διαθέτει η ΕΝΑΝΤΙΑ στον τομέα αυτό άλλο τόσο διαθέτει και το ΜΕΡΑ. Οφείλεται βασικά στο ότι κάποιοι αμφισβήτησαν τον ηγεμονικό του ρόλο στις όποιες «ενωτικές» διεργασίες, στο προϊόν δηλαδή που εδώ και χρόνια διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα το ΝΑΡ.
Εξάλλου η ΕΝΑΝΤΙΑ δεν λεει τίποτα περισσότερο από ότι έλεγε το ΜΕΡΑ. Για τις συσπειρώσεις, τα σχήματα γειτονιάς, εν πάση περιπτώσει για την κοινωνική αριστερά που πρέπει να αναλάβει από τα κάτω το έργο της κεντρικής εκπροσώπησης της άκρας. Για το τέλος του κόμματος της πρωτοπορίας, για να διαλυθούν τα πολιτικά μαγαζάκια αφού οι ιδεολογικές τους εμμονές αφορούν μόνο το ηττημένο παρελθόν και όχι το ένδοξο μέλλον που μας εγγυούνται όλα τα είδη της ενότητας. Μήπως κ.κ. του ΜΕΡΑ λέγατε κάτι διαφορετικό όλα αυτά τα χρόνια; Ξαφνικά το ΝΑΡ στρέφεται σε μια προγραμματική αδιαλλαξία. Δεν του φτάνει ο αντικαπιταλισμός και ο ριζοσπαστισμός και θέλει κάτι παραπάνω, πιο ορισμένο και ιδεολογικά οροθετημένο. Όμως σε αυτή τη στροφή δεν υπάρχει τίποτα το ιδεολογικό, όπως επίσης και καμία σοβαρότητα. Η μεθοδολογία είναι ακριβώς η ίδια. Το «αδιάλλακτο» πρόγραμμα του ΜΕΡΑ ακυρώνεται για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί δεν υπάρχει καμία δομή που θα το υπερασπιστεί και θα το παλέψει στην πράξη και δεύτερον γιατί είναι αποτέλεσμα κοπτοραπτικής και όχι μιας βαθύτερης επεξεργασίας, δηλαδή το πολιτικό καταστάλαγμα μιας ορισμένης ιδεολογικής αναφοράς.
Ο κομμουνισμός δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς ιδεολογική αναφορά. Και δεν μπορεί να υπάρχει ιδεολογική αναφορά ξεχνώντας τα ήδη υπάρχοντα ιδεολογικά ρεύματα που έχουν στιγματίσει θετικά ή αρνητικά και επομένως έχουν επαναδιαμορφώσει την κομμουνιστική ιδεολογία. Το ΜΕΡΑ ισχυρίζεται ότι διαθέτει ένα επαναστατικό πρόγραμμα χωρίς να μπορεί να δώσει μια ενιαία απάντηση για γεγονότα που έχουν καθορίσει τη σημερινή εικόνα του κομμουνισμού. Για ποιόν ακριβώς κομμουνισμό μιλάει το ΜΕΡΑ όταν μας λεει για την κομμουνιστική προοπτική και την εργατική εξουσία; Είναι τα γκουλάκ σε αυτόν, είναι ο σταλινισμός, είναι οι προδοσίες δεκάδων επαναστάσεων, είναι το κόμμα του Λένιν, είναι ο Τρότσκυ, είναι τα μεγάλα άλματα στο κενό του Μάο είναι η θεωρία των τριών κόσμων, είναι ο μαοϊσμός στο Νεπάλ; Χωρίς καμία απάντηση σε όλα αυτά μπορεί κανείς να μας λεει ότι διαθέτει πρόγραμμα. Επομένως μπορεί να υπάρχει αξιόπιστο πρόγραμμα χωρίς επαναστατική θεωρία. Καθώς φαίνεται μας αρκούν τα αφηρημένα προτάγματα περί κοινωνικής απελευθέρωσης. Όποιος το πιστεύει αυτό ή δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα ή κοροϊδεύει την κοινωνία.

…και σκέτος κινηματισμός
Τελικά τόσο το ΜΕΡΑ όσο και το ΕΝΑΝΤΙΑ δεν μπόρεσαν να εκφράσουν καμία δυναμική γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν ούτε ιδεολογική, ούτε πολιτική πρόταση. Και επιπλέον δεν έχουν καταφέρει να χτίσουν μια στοιχειώδη συνέπεια λόγων και έργων. Η εμφάνισή τους κάθε φορά στην κεντρική πολιτική σκηνή γίνεται με αφορμή τις εκλογές. Με σχήματα που την επομένη εξαφανίζονται. Η έλλειψη μιας ιδεολογικής πλατφόρμας που θα μπορούσε να τους κάνει ένα έστω και μικρό πόλο στην κοινωνία τους οδηγεί αναπόφευκτα στον κινηματισμό και στο γλείψιμο όλων των αυταπατών που απορρέουν από αυτόν. Η εκλογική τους καμπάνια δεν θα μπορούσε να διαφέρει από τις απολιτίκ κινηματικές δεήσεις του αγροτιστή Ζορς Μποβέ στη Γαλλία. Το κίνημα είναι το παν. Να εκφραστούν οι αγώνες, γιατί εμείς είμαστε οι αγώνες. Στην πραγματικότητα και οι δύο ήταν τα ψηφοδέλτια των φοιτητικών καταλήψεων, μιας ιστορίας που μπορεί να συγκινεί κινηματικά, αλλά πολιτικά δεν συνεπάγεται τίποτα. Η εμμονή ότι τη λύση θα δώσουν οι αγώνες δεν μπορεί να χτίσει μια ορισμένη αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική λύση. Οι πάντες μιλάνε για αγώνες από το ΚΚΕ μέχρι την αναρχία. Γιατί δηλαδή θα πρέπει γι’ αυτό να ψηφίσουμε ΕΝΑΝΤΙΑ ή ΜΕΡΑ; Γιατί στα ψηφοδέλτιά του βρίσκεται ο τάδε από την ιατρική ή ο δείνα από το πολυτεχνείο, ηγέτης των καταλήψεων; Πραγματικά δεν ξέρουμε αν απ’ όλο αυτό θα συγκινήθηκαν έστω και οι κολλητοί συμφοιτητές των εν λόγω φοιτητών.

Ξανά για το πρόγραμμα
Όλο αυτό το διάστημα έγινε πολύ συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα. Κάπου διαβάσαμε ότι το ΜΕΡΑ «αντιμετώπισε εξ αρχής ισχυρές αποπροσανατολιστικές πιέσεις να μετατοπιστεί δεξιότερα, να αρνηθεί την κρίσιμη αυτή στιγμή να παλέψει για ένα προωθημένο και προωθητικό πολιτικό-προγραμματικό σχέδιο ανατροπής και εργατικής εξουσίας». Θα παραβλέψουμε τα περί εξωτερικών και άλλων πιέσεων και θα πάμε στο δεύτερο σκέλος του «προωθητικού πολιτικο-προγραμματικού σχεδίου ανατροπής». Ένα πολιτικό σχέδιο έχει κάποια αξία αν πραγματικά μπορεί άμεσα να εφαρμοστεί. Αν υπάρχουν ανάλογες συνθήκες ή έστω αν είναι τέτοια η δυναμική του σχεδίου που μπορεί ακόμα και να τις διαμορφώσει. Επιπλέον πέρα από τις συνθήκες απαιτείται και ένας οργανισμός όπως έχουμε επαναλάβει κι άλλες φορές για να τρέξει το όλο σχέδιο. Αν δεν συντρέχει κανένας από τους παραπάνω λόγους τότε δεν μιλάμε για πολιτικό σχέδιο, αλλά για ένα ιδεολογικό μανιφέστο για κάτι που τέλος πάντως η αξία του δεν είναι άμεση, αλλά έχει ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου, έχει θα το λέγαμε αλλιώς μια στρατηγική σημασία. Πολιτικά λοιπόν το σχέδιο του ΜΕΡΑ (και της ΕΝΑΝΤΙΑ) δεν έχει καμία απολύτως αξία. Δεν επηρέαζε το εκλογικό παιχνίδι. Θα μπορούσε ίσως αν μιλάγαμε για 200.000 ψήφους αλλά όχι με 11.000. Τότε αυτό που μένει είναι αν έχει έστω μια ιδεολογική αξία. Αυτό το έχουμε ήδη απαντήσει. Καμία.
Θα μπορούσε κανείς ωστόσο να ψάξει στα διάφορα προγράμματα που παρουσιάστηκαν, μια διαφορετική χρησιμότητα. Αν έχουν μια οποιαδήποτε τέλος πάντων αξία χρήσης, που να μπορούσαμε να την εφαρμόσουμε σε άλλες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Δυστυχώς δεν θα βρούμε τίποτα ούτε εδώ. Τα προγράμματα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν κατάλογο θέσεων για το ένα ή το άλλο ζήτημα χωρίς καμία σύνδεση αναμεταξύ τους, και πολύ περισσότερο χωρίς καμία θέση για το πώς θα πραγματοποιηθούν. Στο σημείο αυτό αντιγράφουν ολόκληρη τη μεθοδολογία της παραδοσιακής αριστεράς. Για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ προτείνουν ένα πρόγραμμα και λένε να τους ψηφίσουμε για να το εφαρμόσουνε από τη θέση της κυβέρνησης, ανεξάρτητα αν στο τέλος κάνουν άλλα. Η αριστερά παρουσιάζει κι αυτή τα δικά της προγράμματα, αλλά δεν μας λεει πως θα πραγματοποιηθούν. Το μόνο που, μετά από πολύ προσπάθεια μένει, είναι ότι κάποια απ’ όλα όσα λεει μπορεί να γίνουν αιτήματα του κινήματος, αν δεν είναι ήδη και άρα να τα ζητήσει από την εκάστοτε αστική κυβέρνηση και τα υπόλοιπα να περιμένουμε πότε η αριστερά θα γίνει πλειοψηφία (ζήσε Μάη μου) για να τα εφαρμόσει, δηλαδή στο άγνωστο απώτερο μέλλον. Εδώ ακριβώς ακυρώνεται η τρέχουσα αξία. Όσο για την κινηματική αξία αυτή δεν έχει σχέση με το να αραδιάζει ο καθένας με τους τόνους τα «προωθημένα» του αιτήματα, αλλά από το πόσο είναι ικανός να τα προωθήσει στην πράξη και σε τελευταία ανάλυση να τα επιβάλει στους –ταξικούς- αντιπάλους του. Επομένως ένα αριστερό πρόγραμμα δεν είναι συγκρίσιμο μέγεθος με ένα άλλο αριστερό παρά μόνο αν μπορεί να δείξει ένα δρόμο για να πραγματοποιηθεί.
Το ΜΕΡΑ έκανε πολύ κουβέντα για την κομμουνιστική προοπτική. Αυτό δεν το κάνει καθόλου επαναστατικό ούτε το ίδιο ούτε το πρόγραμμα του. Η αξία θα ήταν αυτό ή οποιαδήποτε άλλο πρόγραμμα να μπορούσε να κινητοποιήσει δυνάμεις είτε κοινωνικά είτε πολιτικά και ταυτόχρονα να ρίχνει γέφυρα προς την σοσιαλιστική επανάσταση. Ένα πρόγραμμα είναι οδηγός, όπως και η πολιτική είναι μια σειρά από μέτρα για να φτάσουμε κάπου. Η επανάληψη μέσα στο πρόγραμμα ενός τελικού σκοπού δεν λύνει κανένα πρόβλημα ούτε τρέχον ούτε τελικό.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι ούτε γενικές διακηρύξεις, ούτε να υποτασσόμαστε στα κεκτημένα των δασκάλων και των φοιτητών. Χρειαζόμαστε ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να κλιμακώνει την αντιπαράθεση. Το πρόγραμμα δεν είναι ένα κλειστό σύστημα μερικών εκατοντάδων σημείων. Δεν μοιάζει καθόλου με τις 10 εντολές. Είναι ανοιχτό και δυναμικό. Είναι περισσότερο μεθοδολογία παρά κουτάκια με έτοιμες συνταγές. Είναι οδηγός για κλιμάκωση, μια γέφυρα που ενώνει τις σημερινές άμεσες διεκδικήσεις με τη σοσιαλιστική επανάσταση. «Η γέφυρα αυτή πρέπει να αποτελείται από ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σε ένα μονάχα και το ίδιο πάντα συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο». Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να έχει σχέση με τις αφηρημένες και συνήθως άσφαιρες γενικεύσεις της υπάρχουσας αριστεράς. Αντίθετα στο πρόγραμμα αυτό κάθε σύνθημα πρέπει να είναι συγκεκριμένο, άμεσα κατανοητό και πραγματοποιήσιμο. Όταν πχ, κανείς υιοθετήσει το σύνθημα να πέσει μια κυβέρνηση αυτό πρέπει να είναι συγκεκριμένο, και όχι να εννοεί τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Το «κάτω όλοι» που λένε μερικοί είναι ακριβώς αυτή η γενίκευση που πρέπει να αποφύγουμε. Με ακαταλαβίστικα συνθήματα που απευθύνονται στο θυμικό δεν γίνεται καμία πολιτική και φυσικά δεν περπατάει κανένα σχέδιο. Η αριστερά που φοβάται να ρίξει τον Καραμανλή γιατί δήθεν δεν θέλει τον Παπανδρέου βάζοντας την ασφαλιστική δικλείδα να «πέσει από τα κάτω και αριστερά» στην πραγματικότητα καταλήγει να κάνει ανέξοδη προπαγάνδα και όχι πολιτική. Αντί να σκεφτεί ότι κάθε πτώση μιας αστικής κυβέρνησης από το κίνημα είναι εξ ορισμού μια επαναστατική πράξη ανεξάρτητα ποιος θα έλθει στη συνέχεια, γιατί αυτός που θα έλθει κάτω από μια τέτοια κινητοποίηση που καταφέρνει να ρίξει κυβέρνηση θα είναι σίγουρα από τα αριστερά και δεμένος χειροπόδαρα από το κίνημα. Η προαπαίτηση να πέσει από τα αριστερά και από τα κάτω είναι μια συντηρητική αντίληψη που δείχνει τον περιορισμένο και κλειστό τρόπο που αντιλαμβάνεται τόσο το πρόγραμμα όσο και την κλιμάκωση της πραγματικής αντιπαράθεσης η υπάρχουσα αριστερά και τελικά μια πολύ καλή δικαιολογία για να μην συμβάλει καθοριστικά στην συγκεκριμένη κάθε φορά αποδυνάμωση του αντιπάλου.

Κόμμα ή κίνημα διαμαρτυρίας
Η ανάγκη για ένα τόσο ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα που τελικά τα λεει όλα και τίποτα είναι το αντίτιμο της ιδεολογικής ανασφάλειας που διακρίνει το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Μιας αριστεράς που επειδή τελικά δεν έχει σαφή ιδεολογικά όρια με το ρεφορμισμό (κοινές ιδεολογικές αναφορές) προσπαθεί να ξεχειλώσει προς τα αριστερά το προγραμματικό κεκτημένο του ρεφορμισμού, χωρίς όμως να αλλάζει σε τίποτα η ουσία του.
Όλες οι διαφορές με το ρεφορμισμό βρίσκονται στο ποιος είναι ο καλύτερος κινηματίας. Ποιός υπηρετεί καλύτερα την εργατική τάξη, τα κινήματα, τη νεολαία, το αντιπολεμικό, το οικολογικό κ.ο.κ. Τόσο ο ρεφορμισμός όσο και η «ριζοσπαστική» αριστερά στο τέλος φορτώνουν τα πάντα στο κίνημα, αφού πρώτα το παινέψουν, το γλείψουν, το θεοποιήσουν, στο τέλος δικαιωματικά θα του ζητήσουν να καθαρίσει με τον αντίπαλο. Στην πολιτική αριστερά δεν απομένει καμία ευθύνη. Ούτε για φυσική αντιπαράθεση, ούτε βεβαίως για να δώσει πολιτικές λύσεις αναλαμβάνοντας και το κόστος των επιλογών της. Στο τέλος μιλάμε για μια αριστερά που είτε ως ρεφορμισμός είτε ως κάτι άλλο δεν θέλει επ ουδενί να κυβερνήσει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αριστερά περιορισμένης ευθύνης. Δεν έχει δικό της ρόλο. Είναι απλά η συνείδηση του κινήματος. Το κίνημα είναι όμως που θα δώσει τη λύση. Αν ποτέ φτάσουμε στην εξουσία δεν θα φτάσουμε ως αριστερά αλλά ως κίνημα.
Τα αναθεματίσματα στις «πολιτικές πρωτοπορίες» τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλους τους «ακρο» αριστερούς κύκλους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ομολογία ότι δεν θέλουμε ευθύνες. Το κίνημα είναι ανώνυμο, χωρίς συνέχεια, κάτι που εμφανίζεται παροδικά και κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης. Ένα κίνημα μπορεί να διαμαρτύρεται, μπορεί να ζητάει από την εξουσία, μπορεί να λειτουργεί ως πίεση, αλλά δεν μπορεί ποτέ να πάρει την εξουσία γιατί δεν μπορεί να έχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για όλη την κοινωνία. Για αυτό υπάρχουν τα κόμματα και οι πολιτικές πρωτοπορίες. Για να πάρουν αυτή την ευθύνη. Ένα κόμμα μπορεί να έχει πρόγραμμα το κίνημα όχι. Το ίδιο ισχύσει και για τις τάξεις. Οι τάξεις δεν μπορούν να έχουν δικό τους πρόγραμμα. Μπορούνε μόνο διάμεσο πολιτικών οργανισμών που μιλάνε στο όνομά τους ή υπερασπίζουν τα συμφέροντά τους. Με οδηγό ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα μπορεί η εργατική τάξη να γίνει κυρίαρχη. Μόνη της ποτέ. Εξάλλου αυτό δείχνουν και όλες οι προηγούμενες επαναστατικές εμπειρίες χωρίς να χρειάζεται να μας το επιβεβαιώσει ένας Μαρξ ή ένας Λένιν.
Αν λοιπόν σήμερα επιμένει κανείς στην επαναστατική ανατροπή τότε θα πρέπει να παλέψει για μια δομή που να αναλογεί σε αυτό το σχέδιο και όχι σε ένα σχέδιο γλειψίματος της διαμαρτυρίας. Ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί πολιτικά κόμματα, και τα κόμματα χτίζονται ιεραρχικά από τα πάνω προς τα κάτω και όχι αντίστροφα. Χτίζονται στη βάση μιας ιδεολογίας, και δεν την ψάχνουν στο δρόμο τους. Καλύπτουν ιδεολογικά και όχι απλώς πολιτικά ή ακόμα περισσότερο κινηματικά κενά και παλεύουν να καταλάβουν ως τέτοια την εξουσία. Δεν αρνούμαστε μια οποιαδήποτε ιδεολογική αντιπαράθεση, ούτε πιστεύουμε στο αλάθητο κάποιου. Δεν μπορούμε όμως να πάρουμε στα σοβαρά οποιονδήποτε που τα απορρίπτει όλα και δεν έχει να προτείνει τίποτα περισσότερο από μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

Κ. Μαραγκός

Συζήτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Σχολιάστε

Αρχείο

Aπό εδώ μπαίνετε στο site της KOKKINHΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΑΘΗΝΑΣ

web counter

Blog Stats

  • 46.723